- πομφολυγοπαφλασμα
- πομφολυγοπάφλασμαπομφολῠγο-πάφλασμα-ατος τό шум ливня Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πομφολυγοπάφλασμα — ατος, τὸ, Α το πάφλασμα τών πομφολύγων, ο θόρυβος που κάνουν οι φυσαλίδες υγρού όταν σπάζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομφόλυξ, υγος + πάφλασμα] … Dictionary of Greek
πομφολυγοπαφλάσμασιν — πομφολυγοπάφλασμα noise made by bubbles rising neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)